Ήθελα να φύγω, μακρυά να πετάξω
μα γερά σχοινιά με κρατούσαν χαμηλά.
Απέμεινε ένα όνειρο, να με φυσάει δυνατά ο αέρας,
παράθυρα φωτισμένα, όπως σε γιορτές, να βλέπω από ψηλά.
Ξύπνησα το πρωί και συ καλή μου έμπνευση, απούσα
και έπρεπε να σηκωθώ, στα πόδια να σταθώ, να δυναμώσω...
να δυναμώσω το κορμί μα και τη φωνή μου, μπας και μ'ακούσεις.
Φώναζα δυνατά, ούρλιαζα και φωνή δεν έβγαινε, φωνή δεν ακουγόταν.
Οι περαστικοί με προσπερνούσαν, χαμένοι στα δικά τους μικρά και μεγάλα,
μια πλήρης σίγαση των φωνητικών μου χορδών με έκανε άφωνο κι αδιάφορο.
Πάταγα με δύναμη στις λακούβες της βροχής και λάσπες γέμιζα τα γύρω μου,
ένα μικρό παιδί που προσπαθούσε την προσοχή σου να αποσπάσει, και τα κατάφερε...
Ήταν εκείνο το βράδυ που θέλησες να με πάρεις από το χέρι στα όνειρά σου.
Σκίρτησα και σκιρτώ ακόμη και ας είσαι αλλού.
Εχεις γίνει τόσο ακριβοθώρητη γλυκιά μου έμπνευση που δεν ξέρω πως να σε κερδίσω πάλι.