...έτσι είναι η πόλη μου,κεραίες κάθε είδους και δορυφορικές σπαρμένες,
ένας Αλβανός βιολονίστας της Κ.Ο.Α. που βρήκε τ'όνειρό του,
τα μαύρα δίδυμα μωρά σε καρότσι στην Αλεξάνδρας.
Λάσπη, χώμα, βρώμα και ένας ήλιος καθαρός, πιο άσπρος απ'το κάθετί.
Ολα σκονισμένα, μαυρισμένα και γω να περιμένω τη βροχή,
βροχή ή ένα τραγούδι...μερικές νότες σ'ένα πιάνο για να καθαρίσουν όλα.
Να καθαρίσουν όλα μέσα στην ψυχή μου, να προσπεράσω πίκρες και ακατανόητα,
μικρότητες και βλακείες που με κυνηγούν.
Να μπορώ πιο καθαρά να δω το βλέμμα σου, την αγάπη σου, το χαμόγελο των παιδιών,
σ'αυτήν την πόλη που τόσο τα χρειάζεται.
Περπατώ με ψηλά το κεφάλι, περπατώ γρήγορα κι ακούω μουσικές ξένες μακρινές,
περπατώ σ'αυτήν την πόλη που τα πεζοδρόμιά της ορίζω...
κουβαλώ έξω από την τσάντα μου, όνειρα και αγωνίες δύστυχες ...
το πορτοφόλι της μάνας μου, μια κάρτα μου ή τ'αδελφού το σημάδι...
Κουράστηκα, πάμε να βρούμε σε ένα σοκάκι μια πόρτα να χωθούμε μέσα,
ένα ξύλινο τραπέζι θέλω, βρώμικο ψωμί και κόκκινο κρασί να πιούμε...
Μετά θα μαι πάλι εγώ, ο άλλος που σε κυνηγάει στα σοκάκια,
τα χείλη σου να τρυγήσει...